φθιτοί

φθιτοί
φθιτός
the dead
masc nom/voc pl
φθιτόω
pres subj mp 2nd sg
φθιτόω
pres ind mp 2nd sg
φθιτόω
pres subj act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φθιτός — ή, όν, Α 1. αυτός που υπόκειται σε φθορά, ο φθαρτός 2. (συν. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φθιτοί οι νεκροί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐ τού ρ. φθίνω + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. Ο τ. αντιστοιχεί με το αρχ. ινδ. ksi ta «εξαντλημένος» (πρβλ. ἄ φθιτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”